ἀκατάστατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατάστατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκατάστατος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀκατάσταος Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀκατάστατους βόρ. ἰδιώμ. ἀκατάστατες Σκῦρ. ἀκατάστητος Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀκατάστατος.
Σημασιολογία
Ι) Ὁ μὴ ἀκολουθῶν εἰς τὰς πράξεις του τάξιν καὶ τύπον σταθερόν, ἀνώμαλος, ἄτακτος, ἀστάθμητος, ἀλόγιστος, κατὰ τοὺς παλαιοὺς ὁ ἔξω τοῦ καθεστηκότος, ὁ ἀλλοπρόσαλλος ἔνθ’ ἀν.: Ἀκατάστατος ἄνθρωπος, ἀκατάστατη γυναῖκα - οἰκογένεια κοιν. Μὲ τὴν δουλ-λε͜ιάν του ξέρει νὰ κάμῃ μὲ τὸ σπίτιν του νὰ διορθὼσῃ μὲ τίποτε, ἔν᾽ τέλ-λε͜ια ἀκατάστατος ἄνθρωπος (μὲ = μηδὲ) Κύπρ. Συνών. ἄνταλος, ἀντίθ. ταχτικός, φρόνιμος. β) Ἐπὶ πραγμάτων, ἀνώμαλος, ἄτακτος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): ᾿Ακατάστατο δωμάτιο - μαγαζὶ - σπίτι κττ. κοιν. γ) Ἐπὶ καιροῦ, ὁ εὐμετάβολος, ὁ ἀπὸ ψυχροῦ εἰς θερμόν, ἀπὸ ξηροῦ εἰς ὑγρόν, ἀπὸ ἀνεμώδους εἰς εὔδιον μεταβαλλόμενος καὶ τἀνάπαλιν κοιν. δ) Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν μένει εἰς ἕνα τόπον, ἀλλὰ συνεχῶς ἀλλάσσει διαμονὴν Κεφαλλ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ. ε) Ἐπὶ παιδίου, ἐκεῖνος ὅστις δὲν καταστέκει εἰς ἓν μέρος, ὁ διαρκῶς κινούμενος Ἤπ. ς) Ἐπὶ τοῦ γλεύκους, τεταραγμένος, θολός, ἀκατακάθιστος Πελοπν. (Καλάβρυτ.): ᾿Ακατάστατος μοῦστος. ΙΙ) Ἐπὶ φαγητοῦ, ὁ μὴ καταστὰς εἰς τὴν κανονικὴν σύστασιν, ἄωρος ἔτι, ἄκαιρος Κρήτ. Κύπρ.: Ἡ σούπ-πα καὶ τὸ γιˬαχνὶν ἔχουν πολ-λὺ ζουμὶν τ’ ἐκατέβασές τα ᾽ποὺ τὸ λαμπρὸν ἀκατάστητα Κύπρ. Τὸ φαεῖ εἶναι ἀκόμη ἀκατάστατο καὶ μὴν τὸ κενώσῃς Κρήτ. ᾽Αντίθ. καταστημένος (ἰδ. κατασταίνω). β) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ νέος ἔτι καὶ ἄπειρος Κύπρ.: Ἔν’ ἀκατάστητος ἀκόμη, ἔν’ ’παίδκιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA