ἀκατάταχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατάταχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκατάταχτος ἐπίθ. Θήρ. ἀκατάταγος Κρήτ. ἀκατάταος Κῶς Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ἀκάταος Σίφν. ἀκατήταγος Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀκατάτακτος. Τὸ ἀκάταος ἐκ τοῦ ἀκατάταγος ἀποβληθείσης κατ᾽ ἀνομ. τῆς συλλαβῆς τα καὶ ἀναβιβασθέντος τοῦ τόνου.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑπαχθῇ ὑπὸ κανόνα, ἀνήσυχος, ἄτακτος ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Ακατάταγος ἄνθρωπος. ᾽Ακατάταγο παιδὶ Κρήτ. Τ᾽ ἀκατάταον, εἶντα μοῦ ᾽καμεν! Κῶς. 2) ’Ακαταστάλακτος, ἀκατακάθιστος, θολὸς ἔτι Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Κρασὶ ἀκατάταο (ἐπὶ γλεύκους μήπω καταστάντος οἴνου). β) Μεταφ. συγκεχυμένος Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ᾿Ακατάταος εἶν᾿ ὁ νοῦς του, μὰ θὰ κατατάξῃ. 3) Ἐπὶ τοῦ πηλοῦ τῆς ἀγγειοπλαστικῆς, ὁ μὴ καλῶς ζυμωμένος Σίφν.: ᾿Ακατάταη εἶναι ἡ λάσπη. 4) Ὁ μὴ καταστὰς εἰς θέσιν ὥστε κανονικῶς νὰ λειτουργῇ, νὰ ἐργάζεται κττ. Κρήτ.: Μύλος ἀκατάταγος. Βόδι ἀκατάταγο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA