ἀκατέβαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκατέβαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκατέβαστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἀκατήβαστος Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κατεβαστὸς<κατεβάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ καταβιβασθεὶς Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.: ᾿Ακατήβαστα εἶν᾽ τοῦ καραβί’ τὰ παννία Κερασ. Τραπ. 2) Ὁ μὴ καταβὰς Εὔβ. (Κονίστρ.) κ.ἀ.: Εἶναι ἀκατήβαστος ’ς τὸν κάμπο Κονίστρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/