ἀκατέβατα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατέβατα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀκατέβατα ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) ἀκατήβατα Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Σύμ. ἀκατάβατα Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀκατέβατος.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ πωλήσεως, ἄνευ ἐκπτώσεως τιμῆς, ἐπὶ ὡρισμένῳ τιμήματι ἔνθ’ ἀν.: Ζητάει χίλιˬες δραχμὲς ἀκατέβατα κοιν. Πουλᾷ ἀκατήβατα Σύμ. Δύο δραχμὲς ἡ ὀκὰ τὰ κουτσιˬὰ ἀκατέβατα Ἄνδρ. κ.ἀ. 2) Ἄνευ ὑπερβολῆς, κατ᾿ ἐλάχιστον ὅριον Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾽Ακατέβατα εἴκουσ’ οὐκάδ’ς καλαμπό’ θὰ κάμ᾽ τοὺ χουράφ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA