ἀκάτεχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκάτεχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκάτεχος ἐπίθ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (᾿Επίδ. Καλάβρυτ. Μεθών.) κ.ἀ. - ΚΠαλαμ. ᾽Ασάλ. ζωὴ2 132 ἀκάτιχτους Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀκάθετος Ρόδ. Οὐδ. ἀκάτεχο Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. κατέχω ἀπὸ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστ. Ἡ λ. καὶ ἐν τῷ ᾽Ερωτοκρ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ κατέχων τι, ἀκτήμων, πτωχὸς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 2) Ὁ μὴ κατέχων τι διανοητικῶς, ὁ μὴ γνωρίζων τι, ἄπειρος, ἀδαὴς Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Ἐπίδ. Καλάβρυτ. Μεθών.) Ρόδ. - ΚΠαλαμ. ἔνθ' ἀν.: Κάνει τὸν ἀκάτεχο (προσποιεῖται ὅτι ἀγνοεῖ) Κύθηρ. (συνών. φρ. κάνει τὸν ἀνήξερο). ᾽Ακάτεχος ἀπὸ τέθο͜ιες πονηριˬὲς Κρήτ. Ὁ καραβοκύρις εἶν᾿ ἀκάτεχος αὐτόθ. || Γνωμ. Ὁ στραβὸς κιˬ ἀκάτεχος ἕναν το’ ᾽να βάλε τσοι (τὸ ἴδιον νόμισέ τους. Ὅτι ὁ ἀγνοῶν τόπον τινα ὁμοιάζει πρὸς τυφλὸν) αὐτόθ. || ᾌσμ. Κάμνει τὸν ἀκριβό φτηνό, τὸν ἄσκημο ’ρωτάρι, κάμνει καὶ τὸν ἀκάθετο νὰ ξέρῃ κάθα χάρι Ρόδ. Ἄησ᾽ με, Χάρω, νὰ χαρῶ τέσσαρες πέντε χρόνους, γιˬατ᾽ εἶμαι νεˬὰ κιˬ ἀκάτεχη ’ς τὴν ἄπισσο, ᾿ς τὸ σκότος (ἄησ’ = ἄφησε. ’ς τὴν ἄπισσο = εἰς τὴν πίσσαν) Κάρπ. - Ποιημ. Καθὼς ρουφοῦν οἰ ξωτικὲς μὲ τὰ λαμπρὰ μαγνάδιˬα τὴ νύχτα τὸν ἀκάτεχο διˬαβάτη ᾿ς τὰ λαγκάδιˬα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀνήξερος, ἀντίθ. κατεχάρις. 3) Ὁ μὴ διακρινόμενος καλῶς διὰ τῶν ὀφθαλμῶν Ἤπ. (Χουλιαρ.): Β’νὸ ἀκάτιχτου 4) Τὸ οὐδ. ἀκάτεχο οὐσ., νόσος ἀδιανόητος, ἀπροσδόκητος Τσακων.: Ἀκάτεχο νὰ ντὶ μόλῃ! (συνών. φρ. ξαφνικὰ νὰ σοῦ ’ρθη!) Συνών. ἄγνωστος 2. Πβ. ΣΔεινάκ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 39 (1927) 194.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/