ἀκατοίκητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκατοίκητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκατοίκητος ἐπίθ. κοιν. ἀκατοίκιστους Μακεδ. (Καστορ. Κοζ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀκατοίκητος. Τὸ ἀκατοίκιστους ἕνεκα τῆς συγχύσεως τῶν εἰς -ῶ καὶ -ίζω ρημάτων καὶ τῶν ἀπὸ τούτων εἰς -ητος -ιστος παραγώγων ἐπιθέτων.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ κατῳκημένος ἔνθ’ ἀν.: ’Σ τὸ δάσος τὸ ἀκατοίκητο Θήρ. ᾿Ακατοίκιστου σπίτ’ Κοζ. Σὲ μέρη ἀκατοίκητα! (ἐνν. νὰ πάῃ τὸ κακό. ᾿Επῳδ.) ᾿Αθῆν. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κατοικηθῇ, ὁ μὴ κατοικήσιμος Πελοπν. (᾽Αρκαδ. κ.ἀ.): Σπίτι ἀκατοίκητο ᾿Αρκαδ. 3) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ἀνήσυχος, ἄτακτος Μακεδ. (Καστορ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/