ἀκαψάλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαψάλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαψάλιστος ἐπίθ. κοιν. ἀκαψά’στους Μακεδ. (Χαλκιδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀκαψά’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. καψαλιστὸς<καψαλίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καψαλισμένος, ἤτοι ὁ μὴ περικεκαυμένος ὑπὸ φλογὸς τὴν κόμην, τὰς ὀφρῦς, τὰ πτίλα κττ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ἅμα μεί’ ἀκαψά’γ’ ἡ ψά’ δὲ γένιτι καλὴ Αἰτωλ. Κόττα ἀκαψάλιστ’ Χαλκιδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA