ἀκέρδευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκέρδευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκέρδευτος ἐπίθ. Βιθυν. Ἤπ. κ.ἀ. ἀκέρδιφτους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀκέρδετος Ἤπ. ἀνικέρδιτους Θεσσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κερδευτὸς<κερδεύω. Ὁ τύπ. ἀκέρδετος διὰ τὸ κερδεμένος μετοχ. τοῦ ρ. κερδεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κερδηθῇ, ὁ προωρισμένος εἰς θάνατον ἔνθ᾽ ἀν.: Πιδι' ἀκέρδιφτου (περὶ ἀποθανόντος ὡσεὶ ὑπ᾿ ἀναγκαίας μοίρας) Αἰτωλ. β) ᾿Εν ἀραῖς ἐπὶ ἐκείνου, τὸν ὁποῖον καταρᾶταί τις νὰ μὴ τὸν χαροῦν οἱ γονεῖς του, νὰ μὴ ζήσῃ Βιθυν. Ἤπ. Θεσσ.: Ἄγραφτος κιˬ ἀκέρδευτος! Βιθυν. Ἡ ἀνιπρόκουπους κ᾿ ἡ ἀνικέρδιτους! Θεσσ. Μωρ’ ἀκέρδετο! Ἤπ. 2) Ὁ μὴ κερδίσας ἐν λαχείῳ ἢ ἄλλως, ὁ ἐπιλαχών, καθόλου ὁ μὴ κερδίζων Θεσσ. κ.ἀ. Πβ. ἀκέρδιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA