-άκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-άκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Παραγωγική κατάληξη
Τυπολογία
-άκι κατάλ. παραγωγικὴ -άκιν Ἰκαρ. -άκι κοιν. -άτιν Κύπρ. -άτσι πολλαχ. -άι Χίος (Καρδάμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς μεταγν. καταλήξεως -άκιον, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,422 καὶ ἐν ᾿Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 12 (1915| 6) 31 κἑξ. WPetersen Greek diminutives in -ιον 249 κἑξ, KDieterich ἐν Balkan-Archiv 4 (1928) 136 καὶ GRohlfs Etymolog. Wӧrt. 9
Σημασιολογία
Χρησιμεύει πρὸς σχηματισμὸν ὑποκοριστικῶν δηλούντων 1) Τὴν ἔννοιαν τοῦ μικρὸς εἴτε κυριολεκτικῶς εἴτε μεταφορικῶς (θωπευτικῶς ἢ σκωπτικῶς) κοιν. οἷον: ἀρνάκι, γαττάκι, παιδάκι, παππαδάκι, ποδαράκι, σκαμνάκι, χεράκι, ᾿Αντωνάκι, Γιˬαννάκι, Ἑλενάκι, Κατινάκι, Μαράκι κττ. 2) Τὸν υἱὸν ὡς πατρωνυμικὸν πολλαχ. οἷον: Μπαλαφάκι, Παππαδάκι, Σαραβάκι, Φιλιππάκι κττ. (ὁ υἱὸς τοῦ Μπαλάφα, τοῦ Παππᾶ, τοῦ Σαράβα, τοῦ Φιλίππου). Προστίθεται δὲ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ ὡς προσδιορισμός, οἷον: ὁ Γιάννης τὸ Μπαλαφάκι, ὁ Κωστῆς τὸ Παππαδάκι, ὁ Σπύρος τὸ Σαραβάκι κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA