ἀκιλλῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκιλλῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκιλλῆς ἐπίθ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀχουλλοῦς Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. αkilli.
Σημασιολογία
Νουνεχής, νοήμων ἔνθ’ ἀν.: Γνωμ. ᾽Αχουλλοῦν οὓς νὰ ἐνούνιζεν, ὁ παλαλόν ἐπάντρεψεν κ᾽ ἐποίκεν δέκα χάταλα (ἕως ὅτου νὰ σκεφθῇ ὁ γνωστικός, ὁ τρελλὸς ἐνυμφεύθη καὶ ἔκαμε δέκα τέκνα. Ὅτι δὲν πρέπει κἀνεὶς νὰ σκεφθῇ πολὺ διὰ τὸν γάμον) Σάντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA