ἀκίνητον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκίνητον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκίνητον τό, λόγ. κοιν. ἀκούνητο Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ οὐδ. τοῦ ἐπιθ. ἀκίνητος οὐσιαστικοποιηθέν. Ἡ λ. καὶ μεσν.

Σημασιολογία

1) ᾽Ακίνητος περιουσία, οἰκία, ἀγρὸς κττ. κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὴν κινητὴν περιουσίαν, τὰ ἔπιπλα, ζῷα κττ. λόγ. κοιν.: ’Επούλησε κινητὰ καὶ ἀκίνητα κ᾿ ἔφυγε. 2) Εἶδος παιδιᾶς, καθ᾽ ἣν εἷς τῶν παιζόντων ἵσταται ἀκίνητος, ἀκλόνητος Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/