ἀκκουζᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκκουζᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκκουζᾶτος ἐπίθ. Κεφαλλ. ἀκκουζᾶδος Ζάκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. accusato.
Σημασιολογία
1) Ὁ κατηγορηθείς, ὁ καταγγελθεὶς Ζάκ. 2) Ρητός, ὡρισμένος ἐκ τῶν προτέρων, ἐν τῇ χαρτοπαιξίᾳ καὶ τῷ σφαιριστηρίῳ Κεφαλλ.: Ἔκαμα τρεῖς καραbόλες ἀκκουζᾶτες (δηλ. ὁρίσας ἐκ τῶν προτέρων διὰ ποίας κατευθύνσεως θὰ γίνουν). Πβ. ἀκκουζάρω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA