ἀκκουμπητὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκκουμπητὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκκουμπητὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκκουμπιστὸς πολλαχ. ἀκκουbιστὸς πολλαχ. ᾿κουμπιστὸς ἐνιαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀκκουμπῶ.
Σημασιολογία
᾽Εστηριγμένος: Ποίημ. .......μοῦ φάνη ᾿ς τὸ παραθύρι ἀκκουμπιστὸς τοῦ παλατιˬοῦ πῶς ἤμουν ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 125. Συνών. ἀκκουμπισμένος (ἰδ. ἀκκουμπῶ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA