ἀκκούμπιˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκκούμπιˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκκούμπιˬο τό, Ζάκ. ἀκκούμπι ἀγν. τόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀκκουμπῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. γέλιˬο ἐκ τοῦ γελῶ, συχώριˬο ἐκ τοῦ συχωρῶ κττ.
Σημασιολογία
1) Ἔρεισμα, στήριγμα, ἀντηρίς. 2) Μεταφ. προστασία. Πβ. ἀποκκούμπι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA