ἀκκουμπιστέας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκκουμπιστέας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκκουμπιστέας ὁ, Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀκπουμπιστής. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,272.
Σημασιολογία
Ὁ ἀκκουμβῶν, ὁ ἐπερειδόμενός που.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA