ἀκκουμπιστήρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκκουμπιστήρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκκουμπιστήρι τό, ἀκκουμπιστήριν Ποντ. (Κερασ.) ἀκκουμπιστήρι κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ἀκκουμπιστέριν Πόντ. (Κερασ.) ἀκκουbιστήρι πολλαχ. ἀκκουμπιστήρ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀκκουbιστούρι ᾿Απουλ. (Τσολλῖν.) ἀκκουμπιστούρ’ Καππ. (Σίλατ.) ἀκκουμπιστέρ’ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ’κουμπιστήριν Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿κουμπιστήρι σύνηθ. ’κουbιστήρι πολλαχ. ᾿κοbαστούρι ᾽Απουλ. (Σολέτ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐδ. τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀκκουμβιστήριος προσλαβόντος σημ. οὐσ.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀκκουμβᾷ, στηρίζεται, βακτηρία κοιν. καὶ Καππ. (Σίλατ. Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Γιˬ᾿ ἀκκουμπιστήρι μὲ πῆρες κ᾽ ἔπεσες ἀπάνω μου; κοιν. Ἔχου τοῦτου τοῦ ματσού’ γιˬ᾿ ἀκκουμπιστήρ’ Αἰτωλ. Οἱ γιρόντοι δὲ μπουροῦν χουρίς ἀκκουμπιστήριˬα νὰ σταθοῦν ᾽ς τ᾿ν ἰκκλησιˬὰ αὐτόθ. Τ᾽ ἐσὸν τ’ ἀκκουμπιστέριν ᾿κ᾽ ἐγένομουν! (δὲν ἔγινα. Πρὸς τὸν ἐνοχλητικῶς στηριζόμενον ἐφ᾽ ἡμῶν) Κερασ. Ἔμορφον ἀκκουμπιστέρ’ ηὗρες (πρὸς τὸν στηριζόμενον ἐνοχλητικῶς ἐπὶ ἄλλου) Ὄφ. Τραπ. || Παροιμ. Καὶ τὴ βελόνα ἀκκουμπιστήρι (ἐπὶ τῶν ἐκλαμβανόντων πράγματα μηδαμινὰ ὡς ἄξια λόγου) ἀγν. τόπ. β) Μεταφ. καταφύγιον, προστάτης, ἀντιλήπτωρ Πόντ. (Κερασ.): Τιδὲν ἀκκουμπιστέριν ᾽κ᾽ ἔχω (δὲν ἔχω κἀνένα προστάτην). 2) Πρόχειρον κάθισμα, οἷον λίθος τις κττ. Πόντ. (Ὄφ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ἐποίκα τὴν πέτρα ἀκκουμπιστέρ’ ταὶ κάθομαι Ὄφ. 3) Τμῆμα τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ ᾿Απουλ. (Σολέτ. Τσολλῖν.) Πβ. ἀκκουμπιστήρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/