ἀκλαίνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκλαίνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκλαίνιστος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κλαινιστός<κλαινίζω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἔκαμέ τις νὰ κλαύσῃ: Οὕλτς ἔκλαίντσαν κι ἀτὸν μονάχον ἐφῆκαν ἀκλαίνιστον (ὅλους τοὺς ἔκαμαν νὰ κλαύσουν καὶ αὐτὸν μόνον ἀφῆκαν χωρὶς νὰ τὸν κάμουν νὰ κλαύσῃ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/