ἀκλούθημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκλούθημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκλούθημα τό, Μύκ. Σίφν. Σῦρ κ.ἀ. ἀκλούθ’μα Θρᾴκ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿κλούθημα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) κ.ἀ. ἀκλόθεμαν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀκολούθημα.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ ἀκολουθῇ τις ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ ἀκλούθημα τοῦ ἀρνιˬοῦ-τοῦ σκύλλου κττ. Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Τί ἀκλούθημα ποῦ τοῦ κάνει! (πῶς τὸν παρακολουθεῖ!) Μύκ. Μὲ τ᾿ ἀκλούθημα ’ὲν κάνομε τίοτες Σίφν. Παίρνου ἀκλούθ’μα (ἀκολουθῶ) Θρᾴκ. Φόνου φύβγανι τὰ πιδιˬά, τὰ πῆρι ἀκλούθ’μα (φόνου = ὅταν) αὐτόθ. 2) Ἐπιμέλεια, σύντονος ἐνέργεια, παρακολούθησις Στερελλ. (Αἰτωλ.): Κάθι δ᾽λει͜ὰ θέ’ ἀκλούθ’μα. 3) Βοήθεια, ἀρωγὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Χουρὶς ἀκλούθ’μα τοῦν πιδιˬῶνι τίπουτα δὲν κάνου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA