ἀκοίλιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκοίλιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκοίλιˬαστος ἐπίθ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κοιλιˬαστὸς<κοιλιάζω.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τοίχου καὶ ἐν γένει τοιχώματος, ὁ μὴ παθὼν ἐξόγκωσιν ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ακοίλιαστό ’ν’ ἀκόμα τὸ πεζούλλι, μὰ φαίνεταί μου πῶς ἐξεκόλλησε gαὶ θά ’ρθῃ κάτω μὲ πρώτη βροχή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA