ἀκόκκαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκόκκαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκόκκαλος ἐπίθ. Σάμ. Χηλ. ἀκόκκαλους Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. κόκκαλο.

Σημασιολογία

Ὁ ἄνευ ὀστῶν. Αἰνίγμ.: Ἄμαλλους κιˬ ἀκόκκαλους κι᾽ ᾿ς τοὺ ρουμά’ βόσκει (ὁ φθεὶρ) Σάμ. ᾿Ακόκκαλους κιˬ ἄφουνους τὴ θάλασσα πιρνάει (ἡ πεταλούδα) Αἰτωλ. Ἀαίματους κιˬ ἀκόκκαλους πιρνάει (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Εὐρυταν. ᾿Αγαίματος κιˬ ἀκόκκαλος τὴ θάλασσα περνάει (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Χηλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/