ἀκολάτσιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκολάτσιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκολάτσιστος ἐπίθ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Κρήτ. ἀκουλάτσιστους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀκολάτσιος Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κολατσιστὸς<κολατσίζω. Ὁ τύπ. ἀκολάτσιος ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀκολάτσιγος.
Σημασιολογία
1) Ἐνεργ. ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν ἐκολάτσισε, δὲν ἔκαμε τὸ κολατσιό του, δὲν ἔλαβε τὸ κατὰ τὴν πρωίαν σύνηθες εἰς τοὺς ἀγρότας γεῦμα ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶμαι ἀκολάτσιστος ἀκόμα Κονίστρ. 2) Παθ. ἐπὶ ἐδεσμάτων, ὁ μὴ χρησιμοποιηθεὶς ὡς πρωινὸν γεῦμα Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τ’ν ἔχουμι ἀκουλάτσιστ’ τὴν πέρδικα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA