ἀκολλήγιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκολλήγιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκολλήγιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκουλλή’γους Στερελλ. (Αιτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κολληγιστὸς<κολληγίζω ἀμαρτ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ συνάψας συμφωνίαν συνεργασίας, ὁ μὴ συνεταιρισθείς, συνήθως ἐπὶ γεωργοῦ ἔχοντος ἕνα ἀροτῆρα βοῦν καὶ κατ’ ἀνάγκην συνεταιριζομένου μετ᾽ ἄλλου: Ἀκουλλή’γους εἶμι ἀκόμα. Συνών. ἀσυντρόφιˬαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA