ἀκόλλητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκόλλητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκόλλητος ἐπίθ. κοιν. ἀκό’τους βόρ. ἰδιώμ. ἀκόλλιστος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπιθ. ἀκόλλητος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ κολλητικῆς τινος ὕλης, ὁ μὴ κολληθείς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄφησε τὸν τενεκὲ ἀκόλλητο (διερρωγότα) κοιν. Τοῦ χαρτί’ τὰ καπὰκιˬα ἀκόλλιστα εἶναι ἀκόμαν Τραπ. 2) ᾽Επὶ τοῦ ὀνόματος τῶν βαπτιζομένων νηπίων, ὁ μὴ προσαφθείς, ὁ μὴ δοθεὶς Πόντ. (Τραπ.): ᾽Ακόλλιστον ἔν᾽ ἀκόμαν τοῦ παιδί᾽ τ᾿ ὄνομαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/