ἀκολλύβιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκολλύβιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκολλύβιˬαστος ἐπίθ. Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κολλυβιˬαστὸς<κολλυβιˬάζω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἔγιναν κόλλυβα, ὁ μὴ τυχὼν ἐπιμνημοσύνου τελετῆς μετὰ τὴν ταφήν: Αὐτὸν δὲ dὸ gολλυβιˬάσανε ἀκόμη, ἔμεινε ἀκολλύβιˬαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/