ἀκόλουθο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκόλουθο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκόλουθο τό, Πελοπν. (’Αρκαδ.) Σῦρ. ἄκλουθον Κάρπ. ἄκλουθο Δαρδαν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Ἤπ. Μέγαρ. Νάξ. Σαλαμ. Σύμ. κ.ἀ. ἄκλουθου Θεσσ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) ’κλοῦθο Σκίαθ. ἄκλουθους ὁ, Μακεδ. (Νάουσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀκόλουθος.

Σημασιολογία

1) Τὸ νεογνὸν ζῴου, συνήθως αἰγὸς ἢ προβάτου οὔπω ἀπογαλακτισθὲν Κάρπ.: Τ’ ἄκλουθο πορεύγεται μὲ τὴν μάνναν του. 2) Ὁ πλακοῦς, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν τοκετὸν ἐξέρχεται κατόπιν του ἐμβρύου ἔνθ. ἀν.: Δὲν ἐγέννησε τίποτε, οὔτε παιδὶ οὔτε κουτάβι οὔτε ᾽κλοῦθο Σκίαθ. Συνων. ἰδ. ἐν λ. ἀκλούθι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/