ἀκολουθῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκολουθῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκολουθῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἀκολουθοῦ Τσακων. ἀκλουθῶ σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κρώμν.) ἀκλουθοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀκλουθάω Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (ΛΜ) κ.ἀ. ἀκλουθάου Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀγκλουθῶ Μεγίστ. Πελοπν. (Λακων.) ἀγκλουθάω Πελοπν. (Λακων.) ἀκλοθῶ Καππ. (’Ανακ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.) ἀκλ’θῶ Πάρ. (Λεῦκ.) ᾿κλουθῶ ᾿Αμοργ. Θήρ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Σαρεκκλ. Σιρέντζ. κ.ἀ.) ᾿Ιων. (Κρήν.) Κάρπ. Κύπρ. Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ. ’κουλθῶ Θρᾴκ. (Σκοπ.) Καππ. (Φάρασ.) ᾿κλουθάω Θάσ. κ.ἀ. ’κλουθάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) κ.ἀ. ᾿κουλουθῶ ᾿Απουλ. (Καλημ.) ᾿κουλουdῶ ᾿Απουλ. (Στερνατ. Μαρτιν.) ’κουλουσῶ Καλαβρ. ᾿κουλουζῶ Καλαβρ. ᾽κουλουπῶ ᾿Απουλ. (Καλημέρ.) ᾿κουθάω Καππ. (Φάρασ.) ’κουθάου Καππ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀκολουθῶ. Τὸ ἀκλουθῶ ἐκ τύπ. ἀκουλουθῶ κατὰ τὸν νόμον τοῦ Kretschmer ἐν Glotta 1 (1909) 36 καὶ μεσν. Πβ. Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις στ. 630 (ἔκδ. Wagner σ. 102) «κι ὅσαις τὴν ἐκλουθήσασιν ἀλλήλως ἐμιλοῦσαν». Διὰ τὸ ἀκλοθῶ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,245.

Σημασιολογία

1) ᾽Ακολουθῶ τινα προπορευόμενον, βαδίζω κατόπιν τινὸς καὶ παρ᾽ αὐτὸν ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅπου πάγω μ᾽ ἀκολουθᾷ. Τὸ παιδὶ ἀκολουθᾷ τὴ μάννα κοιν. Τὸ γαρδέλλ’ ἀκολουθᾷ με ὅπου πάγω Ὄφ. ’Κλούθα μου νὰ πάμεν ’ς τὸ ὄρος Κύπρ. ᾿Ακλουθᾶτε, πάμενε ’ς τὸν ποταμὸ Νάξ. Πάαινε καὶ ᾿κλουθῶ σου Σύμ. Εἶdα μὲ ᾿κλουθᾷς ἀποπίσω! Θήρ. ’Κλούθα μου καὶ μὴ φοβᾶσαι Ρόδ. Εὐκε͜ιὰ τ᾽ ἀδέρφια ἀκλουθε͜ιῶνται (πηγαίνουν τὸ ἓν παρὰ τὸ ἄλλο, πηγαίνουν μαζί) Κεφαλλ. || Φρ. Τὸ ἑνα ’κλουθᾷ' τ᾿ ἀλλονοῦ (συμβαίνουν τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο) Σίφν. Τὰ κακὰ ἀκλουθε͜ιῶνται (ἔρχονται ἀλλεπαλλήλως) Σαρεκκλ. ’Κουλθῶ τὴ στράτα (δὲν παρεκτρέπομαι τῆς ὁδοῦ) Φάρασ. ᾽Ακλουθῶ τὸν ἥλιˬο (βαδίζω πρὸς δυσμὰς) Ἰων. (Κρήν.) || ᾌσμ. Νύφη, γιˬατί ξαπόμεινες, δὲν ἀκλουθᾷς τοὺς ἄλλους; Ἤπ. ᾽Ακλούθουν της σὰν τὸ μαρτὶν | τ’ ἔκλαια σὰν τὸ κατ-τίν (μαρτίν = οἰκόσιτον ἀρνίον, κατ-τὶν = γαττάκι) Κύπρ. Κόρη᾿ ντό ἔεις μετ᾿ ἐμὲν κιˬ οὕμπαν πάγ᾽ ἀκλουθᾷς με; Κερασ. Κ᾿ ἐμὲν ὁ ἔρωτας μοῦ λέ, ᾽κλούθα μου νὰ σοῦ δείξω. Μπαίνει ὁ ἔρωτας μπροστὰ κ᾽ ἐγὼ ᾿κλουθῶ ’ποὺ πίσω Τῆλ. ᾽Ακλούθα με, καλότυχο, νὰ πάω νὰ σοῦ δείξω Πελοπν. ᾽Εκίνησεν ἡ λυερὴ κ᾽ οἱ πέτρες ἐκλουθοῦσα Κάρπ. β) ᾿Ακολουθῶ ἐρωτικῶς, ἀπάγομαι ἑκουσίως κοιν.: Ἡ δεῖνα ἀκολούθησε τὸν δεῖνα κοιν. Ἡ νεράιδα ποῦ ἀκλούθησε τὸ Λάπα δὲν ἠμπόρεσε νὰ τοῦ πάρῃ πίσω τὸ δαχτυλίδι (ἐκ παραδόσεως) Ζάκ. γ) ’Ακολουθῶ κατὰ πόδας, δὲν ἀποσπῶμαί τινος, δὲν ὑστερῶ Σίφν. κ.ἀ.: Δὲν ηὕρηκα κἀνένα νὰ μοῦ ᾿κλουθήσῃ (κἀνεὶς δὲν κατώρθωσε νὰ μὲ φθάσῃ εἰς τὸν δρόμον) Σίφν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. ’Απομνημ. 3,3,4 «παρέχονταί σοι τοὺς ἵππους οἱ μὲν οὕτω κακόποδας ἢ κακοσκελεῖς... ὥστε μὴ δύνασθαι ακολουθεῖν». δ) Καθόλου ἐπὶ πάσης ἐργασίας, παρακολουθῶ, δὲν ὑστερῶ Σίφν. ε) Μεταβαίνω που μετά τινος, συνοδεύω, συντροφεύω Θήρ. Κεφαλλ. Νίσυρ. κ.ἀ.: Φρ. Ὁ Θεὸς νὰ σ' ἀκολουθήσῃ! (ὁ Θεὸς μαζί σου, βοηθός σου!) Κεφαλλ. || ᾌσμ. Νὰ παντρευτῇ ἡ κόρη μας, νὰ τῆς ᾽κλουθοῦν τ᾽ ἀσκέριˬα Νίσυρ. Κοιμήσου μὲ τὴν Παναγιˬὰ καὶ μὲ τὸν ἅι - Γιˬάννη, μὲ τὸν ἀφέη τὸ Χριστὸ ποῦ τ’ ἀκλουθοῦν οἱ ἅγιˬοι Θήρ. Ἤδη ἀρχ. Πβ. Θουκ. 7,57,9 «Δωριῆς ἐπὶ Δωριέας μετὰ ᾿Αθηναίων Ἰώνων ἠκολούθουν» καὶ Δημοσθ. 750,162 «γράψας τοὺς ἕνδεκα... καὶ τοὺς ὑπηρέτας ἀκολουθεῖν μεθ᾽ αὑτοῦ». ς) ᾿Ακολουθῶν καταδιώκω τινά, ἀρχ. ἐφέπομαί τινι Θρᾴκ. (Σιρέντζ. κ.ἀ.): Τί ᾿κλουθᾷς με; Θρᾴκ. Μὲ ’κλουθᾷ αὐτόθ. ζ) ᾽Επακολουθῶ ὡς ἀποτέλεσμα, ἐπίκειμαι, συμβαίνω, μέλλω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Τσακων.: Αὔριο εἶντα θ᾽ ἀκολουθήσῃ ᾿ὲν ξέρω Σίφν. Ἔλεάν σου ’κεῖνοι τί καὶ τί ἀκλούθηξε Σύμ. Να δῇς λοιπὸν τι’ ἀκολούθησε! Θήρ. Τί ᾿ὰ τοῦ ᾽κλούθουτ-τον νὰ πάθῃ! (τί δὰ τοῦ ἔμελλε νὰ πάθῃ!) Κάρπ. ᾽Εκλούθεσεν ἀτον μέγαν κακὸν Κερασ. Λέει ᾿ς τὴ γυναῖκα dου ᾿κεῑνο ποῦ τοῦ ᾿κλούθησὲνε Ἰων. (Κρήν.) ’Εκλουθήξαν μου πολλὰ περιστατικὰ Ρόδ. Σὲ ἀφηγῆε ὅα ὅσα ἀκολουθήκαϊ (σᾶς διηγήθη ὅλα ὅσα συνέβησαν) Τσακων. Ἡ χρῆσις και ἀρχ. Πβ. Πλατ. Πολ. 400c «τὸ τῆς εὐσχημοσύνης τε καὶ ἀσχημοσύνης τῷ εὐρύθμῳ τε καὶ ἀρρύθμῳ ἀκολουθεῖ». 2) ’Εξακολουθῶ, συνεχίζω, δὲν διακόπτω Κρὴτ.: Ἀκλουθᾷ τὸ γάλα ὁ ἀρρωστάρις. 3) Συντρέχω, συνεπιλαμβάνομαι, βοηθῶ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Θέ’ νὰ σ’ ἀκλουθοῦν κὶ τὰ πιδιˬά σ᾿ γιˬὰ νὰ κά’ς τὴ δουλε͜ιά. Χώρις νὰ σ’ ἀκλουθάῃ οὑ σύντρουφός σ᾽ τίπουτα δὲν κά’ς (σύντρουφος = σύζυγος). β) Εὐνοῶ, ὠφελῶ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Δὲν τ᾿ ἀκλούθ’σι οὑ κιρὸς τὰ ’σουδέματα κὶ δὲν γί’καν φέτου. Θέ’ νὰ τὰ ᾽κλουθήσ’ οὑ κιρὸς γιˬὰ νὰ γέν’ν τὰ σταφύλιˬα. 4) Πράττω ὁμοίως, διατίθεμαι ὁμοίως, συμφωνῶ, μιμοῦμαι πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): Ὅλα τοῦ ψωμιˬοῦ ᾽κλουθοῦ (ἤτοι ᾽κλουθοῦνε, δηλ. ὅταν εὐδοκιμοῦν τὰ σιτάρια, εὐδοκιμοῦν καὶ τὰ λοιπὰ εἰσοδήματα) ᾿Αμοργ. || Παροιμ. 'Ακλοθῶ τὸν δβολον ὥστε περῶ τὸ ποτάμιν (ἀκολουθῶ τὸν διάβολον ἕως ὅτου νὰ περάσω κτλ. Ἀπολογία τῶν δι’ ἀνηθίκων μέσων ἑπιδιωκόντων καὶ ἐπιτυγχανόντων τι) Κερασ. || ᾎσμ. Ὡς τρέχουνε τὰ σύγνεφα καὶ τὸν καιρὸ ἀκλουθοῦνε, τρέχουν και᾿ τὰ ματάκιˬα μου, ὅταν σὲ μελετοῦνε Πελοπν. (Λακων.) Πβ. μεταγν. Λουκιαν. Δίκη φων. 12 «τῷ γὰρ τούτου σώματί φασι τοὺς τυράννους ἀκολουθήσαντας καὶ μιμησαμένους αὐτοῦ τὸ πλάσμα κτλ.» β) Ἐπὶ μουσικῆς συμφωνίας, ἐναρμονίζομαι, συμφωνῶ πολλαχ.: ᾎσμ. Πιˬάστε, πιˬάστε τό χορό, | πιˬάσε, νύφη μ᾽, τὸ γαμπρὸ κιˬ ἀκλουθᾶτε τὸ σκοπὸ Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/