ἀκόμη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκόμη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀκόμη ἐπίρρ. ἀκμὴν Καππ. ἀκόμην Πόντ. (Κερασ κ.ἀ.) ἀκομὴ Καλαβρ. (Μπόβ.) Κρήτ. ἀκόμη κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀκόμης ᾽Αθῆν. (παλαιότ.) Κρήτ. ἀκόμ᾿ Καππ. (Φάρασ.) Λέσβ. Τῆν. κ.ἀ. ἀκούμ’ Καππ. (᾿Αραβάν. Σιλ. κ.ἀ.) ἀκόη ᾿Ικαρ. Χίος (Πυργ.) ἀκόμηνο Πόντ. (Ὄφ.) ἀκόμηˬα Νάξ. (Σαγκρ.) Σύμ. ἀκομήνε Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀκουμήιˬα Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀκουμηˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀκόμε Πόντ. (Ὄφ.) ἀκόμεν Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.) ἀκόμενον Πόντ. (Κερασ.) ἀκόμα κοιν. καὶ Καππ. (Μαλακ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.) ἀκόμ-μα Χίος (Πυργ.) ἀκόμας Κρήτ. Σκίαθ. ἀκόμαν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀκόμανας Πόντ. (᾿Αμισ.) ἀκόμανον Πόντ. (᾿Αμισ.) ἀκομὰν Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ.) ἀκοὰ Χίος (Ποταμ.) ἀκόμου Καππ. (Φάρασ.) ἀκόμτσι Σάμ. ἀκούμα Καππ. (Φερτ. Φλογ.) ἀκόνη Τσακων. ἄκονη Τσακων. ’κόμη Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Μακεδ. (Γιουβ.) Μέγαρ. ’κόη Χίος (Μεστ. Πυργ.) ᾿κομὴ Χαλκ. κ.ἀ. ᾽κόμ' Θρᾴκ. (Βιζ. Κομοτ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Μακεδ. (Γκιουβ.) Σάμ. Τῆλ. ’κόμα Εὔβ. (Κονίστρ.) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Κομοτ. Σαρεκκλ.) Κύπρ. Κῶς Μακεδ. Προπ. (᾿Αρτάκ.) ’κόμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ’κόμηˬα Κῶς ’κόμνηˬα Κάλυμν. ᾽κόν᾿ Α.Ρουμελ. (Μεσημβρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιρρ. ἀκμήν. Πβ. Ξενοφ. ᾿Ανάβ. 4,3,26 «καὶ τὰ μὲν σκευοφόρα τῶν Ἑλλήνων καὶ ὁ ὄχλος ἀκμὴν διέβαινε». Ὁ τύπ. ἀκομὴ καὶ μεσν. Τὸ ο τοῦ ἀκόμη προῆλθεν ἀναλογικ. ἐκ τῶν συνεκφερομένων λ. πότε, τότε, ὅτε, πόσος, τόσος κτλ., ὁ δὲ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου πάλιν ἀναλογικ. ἐκ τῶν συνεκφερομένων λ. ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 42 (1930) 79 κἑξ. Ὁ τύπ. οὗτος καὶ παρὰ Γεωργηλ. Θανατ. Ρόδ. 150. Τὸ ἀκόμα κατὰ τὰ ἄλλα εἰς α ἐπιρρ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,55, ἐν ᾿Επιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 12 (1915/6) 9 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 42 (1930) 82. Τὸ ἀκόμας κατὰ τὸ ὄντας, ἀνισωστὰς κττ. Περὶ τῶν τύπ. πβ. Κορ. Ἄτ. 1,234 καὶ 2,23 κἑξ, KKrumbacher ἐν Kuhn’s Zeit. 27, 498 -521, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,55 καὶ 2,127 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 42 (1930) 79 κἑξ., KDieterich Untersuch. 41 καὶ KFoy ἐν Bezzenb. Beitr. 12,62.
Σημασιολογία
1) ᾿Εν καταφατικαῖς προτάσεσιν, ἔτι κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. ('Αραβάν. Μαλακ. Σίλ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ. κ.ἀ.) Πόντ. ('Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀκόμη τὰ θυμᾶται. Ἀκόμη ζῇ. Ζωντανὴν ἀκόμη τὴν ἐπῆγαν ’ς τὸ σπίτι. Εἶναι ἀκόμη παιδί. Ὅλο ἔρχεται κ᾽ ἔρχεται κιˬ ἀκόμα νά ’ρθῃ κοιν. ’Κόμη σήμερις εἶμ᾽ ἐδῶ κι αὔρ’ ὥς τὸ μεσημέρι Σωζόπ. ᾿Ακόμα νὰ ᾿ρτ᾿ ’ς τὸν ἑγιˬαυτό τ’ (μάτην περιμένομεν νὰ συνέλθῃ) Σαρεκκλ. Τοῦ ’ταξὲνε πῶς θὰ τόνε διορίσῃ, περίμενε κιˬ ἀκόμα νὰ τὸν διορίσῃ Κύθν. Ἔστειλε νὰ τοὺς γυρεύγῃ κιˬ ἀκόμα γυρεύγουν τους αὐτόθ. || Φρ. ᾿Ακόμη φεύγει! ἤ φεύγει κιˬ ἀκόμη φεύγει! (ἐπὶ τοῦ τρεπομένου εἰς ἄτακτον φυγήν). Καὶ ποῦ ᾽σαι ἀκόμη! (ἀνάμενε καὶ ἄλλα!) Τραύιξα τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ! καὶ ποῦ ᾽σαι ἀκόμα! Καὶ κάθεσαι ἀκόμη; (ἔντονος παρακέλευσις πρὸς τὸν διστάζοντα νὰ ἐκτελέσῃ ἔργον τι) σύνηθ. ’Ακόμα κιˬ ἀκόμα! (μάτην τὸν περιμένεις!) Θράκ. || ᾎσμ. ᾿Κόμαν ὁ λόγος ἔστεκεν κ᾿ ἡ συντεὰ κρατοῦσεν (συντεὰ = ὁμιλία) Κερασ. β) ᾿Ενόσῳ, ἐφ᾽ ὅσον Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) - ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ᾿Ηθογραφ. 2,60: Θέλω νὰ πεθάνω ᾿κόμ᾽ ποῦ γεῖμαι ὡραίγα ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν. 2) ᾿Εν ἀποφατικαῖς προτάσεσιν ἰσοδύναμον τῷ ἀρχ. πω κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Δὲν ξέρω ἀκόμη. Οὔτε ’ς τ’ ἄλφα δὲν εἶσαι ἀκόμη. Δὲν ἦλθε ἀκόμη. Δὲν ἔφαγες; - Ἀκόμη (ἐνν. δὲν ἔφαγα). Τὰ εἶδες; - Ἀκόμη (ἐνν. δὲν τὰ εἶδα). ᾽Ακόμα καλὰ καλὰ δὲν ἄνοιξε τὰ μάτιˬα του ἀπ᾿ τὸν ὕπνο, νά φάῃ γυρεύει. ᾿Ακόμη δὲν ἦλθες καὶ θέλεις νὰ φύγῃς; ᾿Ακόμη δὲν εἴχαμε φτάσει ἐκεῖ καὶ μᾶς πιˬάνει μιˬὰ βροχή! Δὲν ἦτο ἀκόμα φερμένος ἐδῶ ποῦ εἶχα πάθει τὸ δυστύχημα κοιν. ᾽Ακόμαν ᾿κ᾽ ἐμέρωσεν (δὲν ἐξημέρωσε) Χαλδ. Ἀκόμαν ᾿κ᾽ ἐκάτσεν, τὴν κυράν ἀτ’ ἐλάλεσεν Τραπ. || Παροιμ. ᾿Ακόμη δὲν τὸν εἴδαμε | καὶ Γιˬάννη τὸν ἐβγάλαμε (ἐπὶ τῶν προεικαζόντων πράγματα ἀπίθανα) κοιν. || ᾎσμ. Κιˬ ἀκμὴν τὸν Γιˬάννη ᾿κ᾽ ἔλουσα, ’ς τὸν ἅγι-Γιάννη ᾿κ᾽ ἔθηκα κιˬ ἀκμὴν τὰ χτήνιˬα ᾿κ᾽ ἔλμεξα, μεσημέριν ᾿κ᾽ ἐποίκα Καππ. Καὶ ἐν περιπτώσει ἐπιθυμίας, ὅτε ἰσοδυναμεῖ τῷ ἀρχ. μήπω: Μὴ φύγῃς ἀκόμη! Μὴ ἀκόμη! Νὰ μὴν ἔλθῃς ἀκόμη! Νά ’ρθω;- Ὄχι ἀκόμη σοῦ λέω ἢ μόνον ἀκόμη! (ἐνν. μὴν ἔλθῃς) κοιν. ᾽Ακόμηνο μὴ πάς Ὄφ. 3) Προσέτι, εἰσέτι κοιν. καὶ Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Χύσε ἀκόμη, χύσε ἀκόμη, ὥς που νὰ γεμίσῃ τὸ μπουκάλι. Αὐτὸ ἀκόμη ἔλειπε! ᾿Ημπορεῖ ἀκόμη νὰ σὲ βλάψῃ. Ἕνας ἀκόμη ἄς ἔρθῃ. Ἀκόμη λίγο καὶ θά ᾿ρθῃ. Πο͜ιὸς ἄλλος ἀκόμη θὰ πάγῃ; Ἀκόμη καὶ σήμερον μπορεῖ νὰ γίνῃ. Καὶ τὸ κάνετε ἀκόμη; κοιν. || Φρ. Ἀκόμη θέλεις; (πρὸς μὴ εὐχαριστούμενον). Ἀκόμα κιˬ ἀκόμα (πρόσθες προσέτι). Βάλλ’ ἀκόμα (πρὸς τὸν προσπαθοῦντα νὰ ἐκτιμήσῃ κατὰ προσέγγισιν ὑπολογισμὸν ἄλλου) σύνηθ. ’Ακομὰν πάς (πρόσθες προσέτι) Κοτύωρ. || ᾎσμ. Χίλιˬα φλωριˬὰ Βενέτικα κιˬ ἀκόμα πεντακόσιˬα θελάν τῆς κάμω φορεσιˬὰ μὲ τὸ μαργαριτάρι Πελοπν. β) Πλέον, μετ᾽ ἐπιθέτων καὶ ἐπιρρημάτων θετικῶν καὶ συγκριτικῶν πρὸς ἐπίτασιν τῆς ἐννοίας αὐτῶν κατ’ ἐπίδρασιν τῆς Τουρκικῆς Α.Ρουμελ. (Μεσημβρ.) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Βιζ. Σαρεκκλ.) Κίμωλ. Κύπρ. Μακεδ. (Γκιουβ.) Νάξ. Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σίφν.: Αὐτὸς ἔν᾽ ᾽κόμ᾿ καλὸς ᾽πὲ ’κεῖνον (εἶναι καλύτερος ἐκείνου) Σαρεκκλ. ’Κόμ’ καλὸς Γκιουβ. Ἀκόμη καλὸ Οἰν. Καλὸ κιˬ αὐτό, ἀμὰ κόμ’ καλὸ μποροῦσες νὰ τὸ κάμῃς Σαρεκκλ. Καταπόδ’ οἱ ᾽κόμ᾿ μικροὶ ἔφερὰνα δυˬὸ σακκοῦλλες φλουριˬὰ αὐτόθ. ’Κόμα καλύτερος Κύπρ. ᾿Ακόμη πεˬὸ καλὸ εἶναι ᾿κεῖνο Σαρεκκλ. Ἄν εϋρήκ’ς τὸν ἴδιον, ἀκόμαν καλλίον θὰ ἔν᾿ Χαλδ. Καὶ σὺ φέγγεις καλά, ἀμ᾿ ὁ ἥλιˬος φέγγει ᾽κόμ᾿ καλὰ Βιζ. Κοίταζαν πο͜ιὸς θὰ ρίξ’ τὴν πέτρα ’κόμα παραπάνου ᾿Αδριανούπ. ᾿Ακόμα πεˬὸ σούρ’πα ἤτανε Κίμωλ. Πεˬὸ ἀκόμα κ᾽ ἐκεῖθες θά ’ρχῃ (ἔλθῃ) Σίφν. ᾽Κόν’ καλλιˬότερα Μεσημβρ. || Φρ. ’Σ τὸ διˬάβολο κιˬ ἀκόμα παραπέρα! κοιν. γ) Ὥσπερ, ὡσὰν, μετὰ τοῦ νὰ Κύπρ.: ᾎσμ. Ἦταν ταὶ μὲ τὰ νυχτικά, μὲ τὸ πουκαμισούιν ταὶ κράτουν την ’ς τ’ ἀγκάλιˬα μου, ’κόμα νά ’ταν μωρούιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA