ἀκόνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκόνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκόνα ἡ, Ἤπ. (Ἄρτ.) Κρήτ. Νάξ. (Δαμαρ.) Πελοπν. (Ἦλ. Μεσσ. Πλάτσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἀκόνι.

Σημασιολογία

1) Μέγα ἀκόνι, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ’Στὴν ἀκόνα ἀκονίζουν τὰ τσεκούριˬα Μεσσ. || Παροιμ. Ὅλοι προσκυνᾶν εἰκόνα κ’ οἱ Ἁγιˬαννῖτες τὴν ἄγριˬ’ ἀκόνα Πελοπν. (Πλάτσ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Ακόνες καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Λακων.) Χίος κ.ἀ. 2) ᾿Εν τῷ πληθ., εἶδος παιδιᾶς ὁμοίας πρὸς τὸν παρ’ ἀρχαίοις ἐφεδρισμὸν Ἤπ. (Ἄρτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/