ἀκόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκόνι τό, ἀκόνιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Οἰν.) ἀκόνι κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀκό’ Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Λέσβ. Σάμ. ἀκόν’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀκούνι Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) ᾽κόνι Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀκόνιον.
Σημασιολογία
1) ᾿Ακόνη, θηγάνη, σκληρὸς λίθος, συνήθως τὸ ὀρυκτὸν σμύρις, ἐφ’ οὗ ἀκονίζουν διάφορα τέμνοντα ἐργαλεῖα, μαχαίρας, ξυράφια κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.): Περνάω τὸ ξυράφι ’ς τ’ ἀκόνι. Τὸ μαχαίρι δὲν τὸ πιˬάνει τ᾿ άκόνι κοιν. || Φρ. Τ᾽ ἀκόνι δὲν παίρνει φουρνέλλα (ἐπὶ τοῦ μάτην μεταχειριζομένου βίαν κατὰ ἰσχυροῦ) Λακων. Βγάζει ἀπ’ τ’ ἀκόνι ἢ τρώει τ᾽ ἀκόνιˬα (ἐπὶ φιλοπόνου κερδαίνοντος ἐντίμως καὶ ἀπὸ ἐλαχίστου) Πελοπν. Δῶσ’ μου νὰ φάω! - ᾽Ακόνια! (πήγαινε νὰ φάς ἀκόνια, δὲν ἔχω τίποτε νὰ σοῦ δώσω!) Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Φὰε ἀκόνιˬα τώρᾳ! (ἐπίπληξις πρὸς ἀτυχήσαντα εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις του ἐξ ἰδίας ὑπαιτιότητος) Πελοπν. (’Αρκαδ. Κορινθ.) Μεταφ. ἐπὶ ὀδόντων καὶ γλώσσης: Τὰ δόγκιˬα μου ἐγίνησαν ἀκόνιν ᾿ποὺ τὰ λάχανα Κύπρ. Ἔχει γλῶσσα ἀκόνι (εἶναι ὀξὺς τὴν γλῶσσαν. Πβ. Πινδ. ᾿Ολυμπ. 6,82 «δόξαν ἔχω τιν᾿ ἐπὶ γλώσσα ἀκόνας λιγυρᾶς») Ζάκ. Πβ. ἀκονίζω. Συνών. ἀκονάστρα, ἀκόνη, ἀκονιˬά, ἀκονιστήρι, ἀκονίστρα, ἀκονόρροτσος, λᾳδάκονο. Πβ. καὶ ξυραφάκονο. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Ακόνι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ᾿Ακόνιˬα Κάρπ. Κρήτ. β) Ἡ γῆ ἡ περιέχουσα λίθους χρησιμοποιουμένους ὡς ἀκόνια Στερελλ. (Λεπεν.) 2) Προχειρότατον ἔδεσμα, ζωμὸς ἀποτελούμενος ἐκ μείγματος ἐλαίου, ὄξους, ἅλατος καὶ ὀριγάνου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἐμβάπτουν τὸ ψωμί των Πελοπν. (Σουδεν). Διὰ τὴν σημ. πβ. ἀκονοζούμι. 3) Οἴδημα τῶν ἀδένων βουβωνικῶν ἢ μασχαλιαίων Ρόδ. Συνών. ἀκονάκι 3. β) Ἐξάνθημα μέλαν ἐπὶ τῆς ρίζης τοῦ ὠτὸς Νάξ. 4) Ὁ ὄφις ἀκονάκι 2, ὃ ἰδ., Ἤπ. Πελοπν. (Κόρινθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA