ἀκόνισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκόνισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκόνισμα τό, ἀκόνημα Τσακων. ἀκόνεμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀκόνισμα κοιν. ἀκό’σμα Κυδων. κ.ἀ. ἀκόνισμαν Κύπρ. Πόντ. (Τραπ.) ’κόνισμα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

’Εκ τοῦ ρ. ἀκονίζω, παρ᾿ ὃ καὶ ἀκονῶ. Διὰ τὸ ἀκόνημα πβ. Θησαυρ. ἐν. λ.

Σημασιολογία

᾽Ακόνησις, τρόχισμα ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Ακόνισμα θέλει τὸ μαχαίρι κοιν. Μαχαίριˬα, ψαλίδιˬα γιˬ᾿ ἀκόνισμα! (φωνάζει ὁ πλανόδιος τροχιστὴς) ᾿Αθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/