ἀκόντι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκόντι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκόντι τό, ἀμάρτ. ἀκόdι Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) ἀκόντ’ Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀκόντιον.
Σημασιολογία
1) Ὁ κοντός, διὰ τοῦ ὁποίου ἀπωθοῦν ἢ προωθοῦν τὰς λέμβους, ὅταν πλέουν εἰς ἀβαθῆ ὕδατα Ἤπ. Συνών. κοντάρι, σταλίκι. 2) Ἡ κώπη τοῦ μονοξύλου Κέρκ. (᾽Αργυρᾶδ.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA