ἀλεποφάγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλεποφάγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀλεποφάγος ὁ, ἀμάρτ. ἀλεποφάς Χίος ἀλουπουφάς Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ καὶ τοῦ ἔφαγα ἀορ. τοῦ ρ. τρώγω.

Σημασιολογία

Ὁ τρώγων τὸ κρέας ἀλώπεκος, Εὔχρηστοςἡ λ. σκωπτικῶς προελθοῦσα ἐκ παραδόσεων. Οὕτω ἐν Χίῳ μὲν ἀλεποφάδες λέγονται οἱ κάτοικοι τοῦ χωρίου Κοινῆς, διότι εἷς κρεοπώλης ἐπώλει εἰς αὐτοὺς πρὸς ἐκδίκησιν διὰ τὰ πειράγματα των μαζὶ μὲ τὸ ἄλλο κρέας καὶ ἓν τεμάχιον· κρέατος ἀλώπεκος, ἔν Κύπρῳ δὲ ἀλουποφάες ὠνομάσθησαν οἱ κάτοικοι τοῦ χωρίου Σωτείρας, διότι μερικοὶ ἐξ αὐτῶν ἐπιστρέφοντες ἐκ γαμηλίου γεύματος μεθυσμένοι ἔφαγον νεκρὰν ἀλώπεκα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/