ἀλετρευτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλετρευτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀλετρευτὴς ὁ, ἀμάρτ. ἀλατρευτὴς ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 29.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλετρεύω.

Σημασιολογία

Ὁ ἀροτριῶν τὴν γῆν, γεωργὸς : Ποίημ. ... ἀπ’ ἄλλο δὲ θὰ ἰδῇς λιβάδι νὰ γυρίσουν πλε͜ιότερα ἁμάξιˬα μἐ ὀκνηρὰ δαμάλιˬα σπίτι πάρεξ ἐδῶθε ἢ κιˬ ὅθε ὁ ἀλατρευτὴς ὁ ἀράθυμος λογγάρι κουβάλησε ...

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/