ἀλετροπέρονο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλετροπέρονο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλετροπέρονο τό, Λεξ. Αἰν. ἀλιτρουπέρουνου Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀλέτρι καὶ περόνι, δι᾿ ὃ ἰδ. πιρούνι.

Σημασιολογία

1)Μέγα καρφίον τοῦ ἀρότρου χρησιμεῦον ὡς σύνδεσμος Λεξ. Αἰν. 2) Γεωργικὸν ἐργαλεῖον ἐκ κοντοῦ μετὰ τριαίνης, διὰ τοῦ ὁποίου ἀναστρέφεται ὁ ἁλωνιζόμενος σῖτος Θεσσ. Συνών. δικράνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/