ἀλευρᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλευρᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀλευρᾶς ὁ, κοιν. Θηλ. ἀλευράβα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεύρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶς, δι᾿ ἣν ἰδ᾿ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,420 κἑξ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ. Διὰ τὸ θηλ. ἀλευράβα ἰδ. –άβα. κατάλ. παραγωγικήν.
Σημασιολογία
1) Ὁ πωλῶν ἄλευρον, ἀλευροπώλης κοιν. 2) Μυλωθρὸς Κρήτ. 3) Μοναχὸς μοναστηρίου ἔχων τὴν ἐπιμέλειαν τῆς ἀποθήκης τοῦ ἀλεύρου Ἄθ. Κρήτ. 4) Ὁ δι᾿ ἀλεύρου τρεφόμενος, ἐπὶ χοίρου ἀντιδιαστελλομένου πρὸς τὸν βαλανηφάγον Κρήτ. 5) Παιδιὰ δι᾿ ἀλεύρου παιζομένη Κῶς. Πβ. ἀλευράκι 3. 6) Εἶδος πηκτοῦ ροφήματος ΠΓεννάδ. 554. 7) Πέπων ἄνοστος καὶ πολὺ ὥριμος διαλυόμενος εἰς τὸ στόμα ὡς ἄλευρον Κῶς 8) Ἐρυσίβη ἀγν. τόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA