ἀλευρίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλευρίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλευρίλα ἡ, Εὔβ. (Κύμ.) κ. ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀλεύρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίλα.

Σημασιολογία

Ὀσμὴ ἀλεύρου : Μυρίζει ἀλευρίλας ἢ ἀλευρίλες. Συνών. ἀλευρεˬά, ἀλευρουλεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/