ἀλευροθήκη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλευροθήκη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλευροθήκη ἡ, Ἄνδρ. Θήρ. Κύθν. Λευκ. Νάξ. (Ἐγκαρ.) Πελοπν. (Ἑρμιόν. Κορινθ. Λακων. Λακεδ. Τριφυλ.) κ.ἀ. — ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 336,72 — Λεξ. Περίδ. Ἠπίτ. ἀλευροθήτση Ἄνδρ. ἀλευροθήτσ᾿ Τῆν. ἀλιβρουθή᾿ Μακεδ. (Κοζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ἀλευροφήκη Πελοπν. (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀλευροθήκη.
Σημασιολογία
1)Ξύλινη ὀρθογώνιος θήκη, ἐν ᾗ τίθεται τὸ ἄλευρον Πελοπν. (Ἑρμιόν. Κορινθ.) 2)Σκάφη ἐν τῷ ἀλευρομύλῳ δεχομένη τὸ καταπῖπτον ἄλευρον Ἄνδρ. Θήρ. Λευκ. Νάξ. (Ἐγκαρ.)Πελοπν. (Λακων. Λακεδ. Τριφυλ.) κ. ἀ. — ΙΒενιζέλ. ἔνθ᾿ ἀν. || Φρ. Ἐγὼ δὲν τ᾿ ἄσπρισα ᾿ς τὴν ἀλευροθήκη (ἐνν. τὰ γένεια, ἤτοι ἐγὼ ὡς ἐκ τῆς ἡλικίας μου ἔχω πεῖραν τοῦ κόσμου καὶ δὲν ἀπατῶμαι εὐκόλως)Λακεδ. || Παροιμ. : Ἀgελώθη ἡ νύφη μας ᾿ς τὴν ἀλευροθήκη (ἐπὶ τῶν προδήλως ψευδῶν παραπόνων)Λακεδ. Φύσι τὴ φύσι ἔσυρε κ᾿ ἡ γάττα τὸ ποντίκι κιˬ ὁ μυλωνᾶς ἀπέθανε μέσ᾿ ᾿ς τὴν ἀλευροθήκη (ἐπὶ τῶν ἐκ φύσεως κακῶν ἀνθρώπων. Πβ. ἀρχ. γνωμ. «φύσιν πονηρὰν μεταβαλλεῖν οὐ ρᾴδιον»)ΙΒενιζέλ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλευροδόχη. 3) Ἀποθήκη ἀλεύρου Ἄθ. — Λεξ. Περίδ. Συνών. ἀλευρε͜ιό, ἀλευρόσπιτο 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA