ἀλευροκόσκινο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλευροκόσκινο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλευροκόσκινο τό, ἀλευροκόκινον Πόντ. (Χαλδ. κ. ἀ.) ἀλευροκόσκινο πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀλεύρι καὶ κόσκινο.
Σημασιολογία
Κόσκινον ἀλεύρων. Συνών. ἀλευρικὸν 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA