ἀλεχτορᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλεχτορᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀλεχτορᾶς ὁ, ἀμάρτ. ἀλαχτορᾶς Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεχτόριν.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀγαπῶν, ὁ φυλάττων ἢ ὁπωσδήποτε ἀγαπῶν ἀλέκτορας. 2) Μεταφ. εὐήθης (οἱονεὶ ὁ ἔχων νοῦν ὅσον ὁ ἀλέκτωρ) . Συνών. κοκορόμυˬαλος, πετεινόμυˬαλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/