ἀλεχτόριν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλεχτόριν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλεχτόριν τό, Πόντ. (Οἰν.) ἀλεχτόρι Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) ἀλαχτόριν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀλαχτόρι Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Σινώπ. κ. ἀ.) ᾿λεχτόρι Καππ. ᾿λαχτόρι Καππ. (Ἀφσάρ. Φάρασ.)᾿λαχτόρε Καππ. (Φάρασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀλεκτόριν. Πβ. Θεοφάν. 437,13 (ἔκδ. Βόννης) «εὕρηκεν τὴν δαμαλίδα ἁπαλὴν καὶ ὡς τὸ καινὸν ἀλεκτόριν ταύτῃ πεπήδηκεν».

Σημασιολογία

Ἀλέχτορας, ὃ ἰδ., ἔνθ᾿ ἀν. : Παλληκάρικο ἀλαχτόρι Ἀμισ. Τ᾿ ἀλαχτορίου γούλα. Πίρμι ᾿ αλήσῃ τό ᾿λαχτόρι (πρὶν λαλήσῃ) Καππ. Δεβόβου ᾿λαχτόρε (διˬαβόλου ἀλεχτόρι. Οὕτω λέγεται διὰ τὴν πανουργίαν του τὸ πτηνὸν τὸ καλούμενον συνήθως παγοντζῖνα ἢ καλημάννα)Φάρασ. || Μεταφ. ἄνθρωπος μεγαλόσωμος Σινώπ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,362.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/