ἀληθινεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀληθινεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀληθινεύω Μακεδ. (Θεσσαλον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀληθινός. Παρὰ Βλάχ. ἀληθινεύγω.

Σημασιολογία

Λέγω τὴν ἀλήθειαν. Συνών. ἀληθεύω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/