-άλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-άλι
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
-άλι παραγωγικὴ κατάλ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἀπεσπάσθη ἀπὸ ὀν. ἀρχ. λήγοντα εἰς –άλιον, οἷον : κροτάλιον, κυμβάλιον, ὀμφάλιον, σανδάλιον κττ. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 8 κἑξ.
Σημασιολογία
Δι᾿ αὐτῆς σχηματίζονται οὐσιαστικὰ ἐξ οὐσιαστικῶν μετά τινος σημασίας ὑποκοριστικῆς, οἷον : βίτσα – βιτσάλι, βουνὸ - βουνάλι , βρύσι – βρυσάλι, κούππα – κουππάλι, ποντικὸς - ποντικάλι, ροῦχο - ρουχάλι, σῦκο - συκάλι, τρῦπα – τρυπάλι κτλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA