ἀλιβάνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλιβάνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλιβάνιστος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λιβανιστὸς < λιβανίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ λιβανισθείς, ἀθυμίαστος : Δὲν ὑπόφερνε νὰ τὴν λένε ξεχωρισμένη κιˬ ἀλιβάνιστη (Νουμ. 147, 3). Ἐσεῖς οἱ πλε͜ιότεροι εἶσθε ἀλιβάνιστοι, δὲν ζυγώνετε ᾿ς ἐκκλησιˬὰ ΑΠαπαδιαμ. Χριστουγενν. διηγ. 72. Συνών. ἀθυμίαστος, ἀθυμιˬάτιστος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA