ἁλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁλίζω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἁλίζω.
Σημασιολογία
1)Ἐπιπάσσω ἢ βάλλω ἅλας εἴς τι, ἁλατίζω ἔνθ᾿ ἀν. : Ἁλίζω τὴ μαερείαν – τὸ φαεῖν – τ᾿ ὀψάρ κττ. Κερασ. Τραπ. Σάντ. Χαλκ. κ. ἀ. Ἡ μαερεία ἁλισμένον ἁλισμένον ἔν᾿ Χαλδ. || Φρ. Ψεμένον κιˬ ἀλισμένον (κατὰ πάντα ἕτοιμον) αὐτόθ. 2) Μεταφ. παρέχω τὴν προσήκουσαν ἀνατροφὴν Πόντ. (Κερασ.) : Ἡ μάννα ψένει κιˬ ἁλίζει τὸ παιδίν. Πβ. ἁλατίζω, ἀλατώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA