ἀλίμαχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλίμαχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλίμαχτος ἐπίθ. Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-καὶ τοῦ ἐπιθ. λιμαχτὸς < λιμάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ προκαλῶν λίμαν, ἤτοι σφοδρὰν ὄρεξιν, ἐπιθυμίαν, βουλιμίαν : Τίποτε δὲ τρώμε ἀλίμαχτο, γιˬὰ τὸ κάθετι λίμα μᾶς πιˬάνει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/