ἀλιˬόρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλιˬόρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλιˬόρι τό, Ἰκαρ. ᾿λιˬόρι Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλιˬορίζω ὑποχωρητικῶς. Ἡ λ. καὶ ἐν ἐγγράφῳ Ἀμοργοῦ τοῦ ἔτους 1506 «τὸ ἀλιόρι τῆς μάνδρας τῶν καμινίων». Πβ. ΙΒογιατζίδ. Ἀμοργ. 76.

Σημασιολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλιˬορίζω ὑποχωρητικῶς. Ἡ λ. καὶ ἐν ἐγγράφῳ Ἀμοργοῦ τοῦ ἔτους 1506 «τὸ ἀλιόρι τῆς μάνδρας τῶν καμινίων». Πβ. ΙΒογιατζίδ. Ἀμοργ. 76.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/