ἀλιˬόρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλιˬόρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλιˬόρισμα τό, ἀμάρτ. ᾿λιˬόρισμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλιˬορίζω.
Σημασιολογία
Ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, συνήθως εἰς τὸν πληθ. : ᾿Σ τὰ ᾿λιˬορίσματά ᾿φαα σήμερα καὶ πεινῶ πάλι τώρᾳ (᾿φαα=ἔφαγα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA