ἀλίπαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλίπαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλίπαρος ἐπίθ. Κρήτ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ λιπαρός.Πβ. Θησαυρ. καὶ Sophocles (λ. ἀλιπαρής).

Σημασιολογία

Ὁ μὴ λιπαρός, ἑπομένως ἀνούσιος, ἄνοστος : Ψάρι ἀλίπαρο. Πβ. ἀλιπάρωτος, ἄλιπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/