ἀλίπαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλίπαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁλίπαστος ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λιπαστὸς < λιπάζω.
Σημασιολογία
Λεπτόγειος, ἄγονος, ἐπὶ γῆς. Συνών. ἀλιπάσωτος. Πβ. ἄλιπας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA