ἀλισσία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλισσία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλισσία ἡ, Τῆν. — Λεξ. Ἠπιτ. ἀλισσιˬὰ Θρᾴκ. (Μυριόφ.) — Λεξ. Λάουνδ. ἀλισσὰ Χίος κ. ἀ. ἀ᾿σσὰ Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Σάμ. Σκῦρ. ἀλουσσία Ἀντικύθ. Κύπρ. Νίσυρ. ἀλουσσιˬὰ ᾿Αθῆν. Ἰκαρ. Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. Μῆλ. Μύκ. Σέριφ. Σίφν. Χίος ἀλουσσὰ Εὔβ. (Κάρυστ.)Θήρ. Ἰκαρ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀλουὰ Χίος (Μεστ.)ἀλουσσοῦ Θήρ. ἄλουσση PassowCarm. popular. 315.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνεστ. lissia. Ἡλ. καὶ παρὰ Πορτ. Περὶ τοῦ τύπ. ἀλουσσία πβ. ἀλισσίβα - ἀλουσσίβα. Τὸ ἀλουσσὰ καὶ παρὰ ΑΛάνδῳ.
Σημασιολογία
Ὕδωρ θερμὸν μετὰ τέφρας ἀναμεμειγμένον καὶ κατασταλαγμένον, χρήσιμον μάλιστα μὲν πρὸς καθαρισμὸν λευκῶν ἐνδυμάτων, ἀλλὰ καὶ πινακίων καὶ ἄλλων μαγειρικῶν σκευῶν ἢ πρὸς λοῦσιν τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ σώματος καθόλου ἢ πρὸς κατασκευὴν σάπωνος ἔνθ᾿ ἀν. : Ἔ, ποῦ νὰ σε κάψ᾿ ἡ ἀλουσσὰ! (ἀρὰ) Ἰκαρ. || ᾌσμ. Εἶντα μοῦ δίνεις, λυγερή, νὰ πά νὰ σοῦ τὸν φέρω; — Κάνω ἀλισσὰ καὶ λούνω σε, χτένι καὶ σὲ χτενίζω Χίος Κόρη, σὰν μοῦ τὸν ἐπαινᾷς, πάς νὰ μοῦ τὸνε φέρῃς; βράσ᾿ ἄλουσση καὶ λοῦσε με, μὲ χτένι χτένισέ με. Passow ἔνθ᾿ ἀν. Συνών.ἀθόγαλος, ἀθουδιˬά, ἀλισσίβα, θερμό, θολόσταχτη, καθιστή, κατασταλαή, κατασταλαχτή, κατενή, μπουγάδα, πιπιλιˬά, σταχτόνερο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA